-
1 опечатка
το τυπογραφικό λάθος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > опечатка
-
2 опечатка
опечатка ж το τυπογραφικό λάθος· список \опечаткаок τα παροράματα* * *жτο τυπογραφικό λάθοςспи́сок опеча́ток — τα παροράματα
-
3 вкрасться
вкрастьсясов см. вкрадываться· вкралась опечатка παρεισέφρυσε ἕνα τυπογραφικό λάθος· \вкрасться в доверие κερδίζω τήν ἐμπιστοσύνη κάποιου (μέ πονηριά, μέ δόλο), τυλίγω κάποιον. -
4 misprint
['misprint](a mistake in printing: This newspaper is full of misprints.) τυπογραφικό λάθος -
5 недоглядеть
-яжу, -ядишьρ.σ.1. αφήνω να περάσει απαρατήρητο, παραβλέπω, παρορώ•-опечатку в тексте παραβλέπω τυπογραφικό λάθος στο κείμενο.
2. δεν παρακολουθώ, δεν προσέχω καλά• δεν κοιτάζω καλά•недоглядеть за ребнком δεν προσέχω καλά το παιδάκι.
-
6 ошибка
-и θ.λάθος, σφάλμα, πλάνη•допустить ошибку κάνω λάθος•
орфографическая ошибка ορθογραφικό λάθος•
грамматические и синтаксические -и γραμματικά και συντακτικά λάθη•
ошибка за -ой λάθη ένα κοντά τ άλλο•
-на -е απανωτά λάθη•
по -е κατά λάθος, από λάθος•
неисправимая ошибка ανεπανόρθωτο λάθος•
грубая ошибка χοντρό λάθος•
судебная ошибка δικαστική πλάνη•
сознавать свою -у αναγνωρίζω (παραδέχομαι) το λάθος μου•
ошибка в счёт λάθος στο λογαριασμό•
буквенная- τυπογραφικό παρόραμα.
-
7 ошибка
ошибк||аж τό λάθος, τό σφάλμα / ἡ πλάνη (заблуждение)/ τό λάθος, τό παράπτωμα (промах):грамматическая \ошибка τό γραμματικό λάθος· буквенная \ошибка полигр. τό τυπογραφικό παρόραμα· грубая \ошибка τό · χονδρό σφάλμα· по \ошибкае κατά λαθος, ἐσφαλμένως· посылать по \ошибкае στέλνω κατά λάθος. -
8 опечатка
-и θ.λάθος τυπογραφικό.
См. также в других словарях:
λάθος — (I) το, πληθ. και λάθια (AM λάθος) νεοελλ. φρ. α) «τυπογραφικό λάθος» σφάλμα σε έντυπο κείμενο που οφείλεται σε αβλεψία τού τυπογραφείου, σε αντιδιαστολή με το σφάλμα που οφείλεται στον συγγραφέα, αλλ. παρόραμα β) «κατά λάθος» ή «εκ λάθους» χωρίς … Dictionary of Greek
τυπογραφικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τυπογραφία ή στον τυπογράφο (α. «τυπογραφική εργασία» β. «τυπογραφικό λάθος») 2. αυτός που χρησιμεύει στην εκτύπωση («τυπογραφικά στοιχεία» μεταλλικοί και ξύλινοι χαρακτήρες με τους οποίους συντίθεται … Dictionary of Greek
παρόραμα — το, ΝΜΑ [παρορώ] λάθος από αβλεψία, από έλλειψη προσοχής, αβλέπτημα νεοελλ. λάθος τυπογραφικό ή σφάλμα κατά τη δακτυλογράφηση κειμένου («διορθώσεις παροραμάτων») μσν. κάτι που αξίζει να τό παραβλέπει, να τό περιφρονεί κανείς μσν. αρχ. 1. κάτι που … Dictionary of Greek